δίστομα

δίστομα
δίστομος
double-mouthed
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διστομίαση — η παρασιτική νόσος τών μυρηκαστικών, την οποία προκαλούν τα παράσιτα δίστομα …   Dictionary of Greek

  • τρηματώδης — ες / τρηματώδης, ῶδες, ΝΜΑ [τρῆμα, ατος] ο γεμάτος οπές νεοελλ. φρ. «τρηματώδεις σκώληκες» ή, απλώς, «οι τρηματώδεις» ζωολ. ομοταξία παρασιτικών πλατυελμίνθων με 6.250 περίπου είδη, κατανεμημένα σε 2 υφομοταξίες, τη διγένεα ή δίστομα και την… …   Dictionary of Greek

  • φασίολα — και φασιόλα, η, Ν ζωολ. γένος ερμαφρόδιτων παρασιτικών τρηματωδών πλατυελμίνθων τής τάξης διγένεα ή δίστομα, συγγενικών με το δικροκοίλιο, αιτιογόνος παράγοντας τής ανθρωποζωονόσου φασιολώσεως, κν. γνωστής ως κλαπάτσα, που προκαλεί ηπατική… …   Dictionary of Greek

  • διστομίδες — (distomidae). Οικογένεια τρηματοειδών πλατυέλμινθων σκουληκιών, που περιλαμβάνει τα παρασιτικά σκουλήκια. Τα κυριότερα γνωρίσματα των σκουληκιών της οικογένειας αυτής είναι το λογχοειδές μακρύ τους σώμα με δύο εκμυζητικά όργανα, ένα στοματικό και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”